μεταποιητικός

μεταποιητικός
-ή, -ό (Μ μεταποιητικός, -ή, -όν) [μεταποιώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταποίηση ή αυτός που είναι κατάλληλος για μεταποίηση
2. αυτός που έχει κλίση προς την αλλαγή.
επίρρ...
μεταποιητικώς και -ά (Μ μεταποιητικῶς)
με μεταποιητικό τρόπο, με μεταποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταποιητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μεταποίηση: Μεταποιητική τεχνική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”